κατάκορφα

κατάκορφα
επίρρ.
1) на самой вершине; 2) вертикально

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κατάκορφα" в других словарях:

  • ανάκορφος — η, ο 1. (για βουνά) αυτός που έχει υψηλή κορυφή, πολύ υψηλός 2. δυσανάβατος, απότομος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, κατάκορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κορφή] …   Dictionary of Greek

  • κατάκορφος — η, ο αυτός που βρίσκεται ακριβώς στην κορυφή, αυτός που είναι στο πιο ψηλό σημείο. επίρρ... κατάκορφα ακριβώς στην κορυφή, στο ακρότατο σημείο τής κορυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κορφος (< κορ[υ]φή), πρβλ. δί κορφος, πολύ κορφος] …   Dictionary of Greek

  • κατάκορφος — η, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται πάνω στην κορφή: Ο ήλιος είναι κατάκορφος. –Κατάκορφα στο βουνό είναι ένα ρημοκλήσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάραχα — επίρρ., πάνω στη ράχη του βουνού, κατάκορφα: Τα γίδια έβοσκαν κατάραχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»